ἀβγουλλᾶτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβγουλλᾶτος

Τύπος

Παραλλαγή

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀβγουλλᾶτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀγβουλλᾶτους βόρ. ἰδίωμ. ἀβgουλ-λᾶτος Ρόδ. Χίος ἀβγολλᾶτος Τῆν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβγούλλα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ᾶτος.

Σημασιολογία

1)Ὁ ἔχων μορφὴν ᾠοειδῆ σύνηθ.: Σταφύλι ἀβγουλλᾶτο (εἶδος σταφυλῆς μετὰ μεγάλων ᾠοειδῶν ραγῶν) σύνηθ. Τ᾿ ἀbέλι μου ἔχει ὡραῖα ἀβγουλλᾶτα (ἐνν. σταφύλια) Μέγαρ. (Συνών. ἀβγουλλωτό, βοδόμματο, κολοκυθάσπρουδο, τραγανό). Ἀβγουλλᾶτος σαλιάκωνας (εἶδος λευκοῦ κοχλίου) Χίος (Συνών. ἀβγουλλίτης 3). Ντομάτα ἀβγουλλάτη Σέριφ. Ἀμύγδαλο ἀβγουλλᾶτο Χίος. β)Ὁ ἔχων σχῆμα κυλινδρικὸν Κάρπ.: Γνωμ. Νὰ ᾿ναι-ν-ἴσιˬον κιˬ ἀβγουλλᾶτο κιˬ ἀοὺ μπρὸς νὰ κάνῃ κάτω (νὰ εἶναι εὺθὺ καὶ κυλινδρικὸν καὶ ἀπὸ ἐμπρὸς νὰ καμπυλοῦται. Ἐπὶ τοῦ ἱστοβοέως τοῦ ἀρότρου τοῦ κοινῶς λεγομένου σταβαριοῦ). γ)Τὸ οὐδ. ἐπιρρηματ. ὡς ᾠὸν Μέγαρ.: Φρ. Τὸ ᾿πιˬε ἀβγουλλᾶτο τὸ κρασὶ (τὸ κατέπιεν ἀπνευστὶ ὡς ροφεῖται τὸ ὠμὸν ᾠόν). Συνών. μονορρούφι. 2)Μεταφ. ἰσχυρός, πλούσιος (ἐκ τῆς σημ. τοῦ ἐνόρχου, δι᾿ ἢν πβ. ἀβγᾶτος) Κωνπλ. Συνών. βαρβᾶτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/