ἀβγουλλήθρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβγουλλήθρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀβγουλλήθρα ἡ.Ἄνδρ. Ἤπ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβγούλλι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ήθρα, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. Γλωσσολ. Μελέτ. 183 κἑξ.

Σημασιολογία

I)Ἐξοίδημα, δοθιὴν ᾠοειδὴς γεννώμενος συνήθως εἰς τὸν λαιμὸν Ἤπ.: Ἔβγαλι ἀβγουλλῆθρις. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀβγολίθι. II)Ἡ ὀσμὴ τοῦ ᾠοῦ Ἄνδρ.: Τὸ στόμα του μυρίζει ἀβγουλλῆθρες. Συνών. ἰδ. ἐν. λ. ἀβγίλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/