ἀβγουλλίλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβγουλλίλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀβγουλλίλα ἡ, Ἀθῆν. Αἴγιν. Μέγαρ. Πελοπν. (Τριφυλ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβγούλλι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίλα, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,247 κἑξ.
Σημασιολογία
Ἡ ὀσμὴ τοῦ ᾠοῦ ἔνθ᾿ ἀν.: Τὸ ἀβγολέμονο δὲν ἔχει δέσει καὶ μυρίζει ἀβγουλλίλα Ἀθῆν. Τὸ στόμα μου βρομάει ἀβγουλλίλα αὐτόθ. Ἀβγουλλίλας μυρίζει τὸ φαεῖ (διὰ τὴν κατὰ γενικ. σύντ. πβ. τὰ ἀρχ. «ὄζω ᾠῶν-σκορόδων κττ.») Αἴγιν. Μυρίζει τὸ κρασὶ ἀβγουλλίλας (ὅταν πρὸς καθαρισμόν του ἀναμειγνύεται εἰς αὐτὸ λεύκωμα ᾠοῦ) Τριφυλ. Συνών. ἰδ. ἐν. λ. ἀβγίλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA