ἀβγουλλίτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβγουλλίτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀβγουλλίτης ὁ,Χίος ἀβγουλίτ᾿ς Θεσσ. (Καρδίτσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀβγουλλίτα ἡ, Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀβγολλίτα Ἤπ. -ΧΧρηστοβασ. Διηγ. Στάνης 18.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβγούλλα.
Σημασιολογία
1)ᾨοειδὲς ἐξοίδημα γεννώμενον εἰς τὸν τράχηλον ἀνθρώπων καὶ ζῴων, ἕνεκα τοῦ ὁποίου κλείεται ἔσωθεν ὁ φάρυγξ (ἐν Καρδίτσ. ἐπικρατεῖ ἡ πρόληψις ὅτι οἱ ἔχοντες ζῷα δὲν πρέπει νὰ φάγουν ᾠὰ τὴν πρώτην ἡμέραν τοῦ Πάσχα διὰ νὰ μὴ προσβληθοῦν ταῦτα ὑπὸ τῆς νόσου) Θεσσ. (Καρδίτσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) -ΧΧρηστοβ. ἔνθ᾿ ἀν.: Βγάζου ἀβγουλλίτ᾿ Αἰτωλ. Μακρεˬὰ ἀπὸ μᾶς καὶ ἀπὸ τὰ σύνορά μας παρμάρα, ἀβδέλλα, ψώρα, βλογιˬά, ἀβγολλίτα (παρμάρα=παράλυσις) ΧΧρηστοβασ. ἔνθ᾿ ἀν.: Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀβγολίθι. 2)Εἶδος ἀμανίτου ᾠοειδοῦς Ἤπ. (Ζαγόρ.) Χίος Συνών. ἀβγίτης 3)Εἶδος λευκοῦ κοχλίου Χίος. Συνών. ἀβγουλλᾶτος σαλιˬάκωνας (ἰδ. ἀβγουλλᾶτος 1).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA