ἀγιζότι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγιζότι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγιζότι τό, Λεξ. Περίδ. Βυζ. ἀγγιζότι Ἤπ. ἀγουζέτι Θρᾴκ. ἀ᾿ζότ᾿ Θεσσ. ἀβιζότι Πελοπν. (Σουδεν.) ἀβ᾿ζότ᾿ Μακεδ. (Βέρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿γγ᾿ζότ᾿ Στερελλ. (Ἀκαρναν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. aǧiz oti.
Σημασιολογία
Ἀγιζότη, ὃ ἰδ.:Φρ. Δὲν ἔχ᾿ ᾿γγ᾿ζότ᾿ μνυˬαλὸ (δὲν ἔχει ἐλάχιστον νοῦν. Ἐπὶ τοῦ μωροῦ) Ἀκαρναν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA