ἀγκυλωτιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκυλωτιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
*ἀγκυλωτιˬὰ ἡ, ἀγκελωθιˬὰ Πελοπν. (Ὀλυμπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀγκυλωτὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς λαταλ. –ιˬά.
Σημασιολογία
Τόπος πλήρης ἀγκυλίων, ἀκανθῶν: Τί πάς μέσ᾿ ᾿ς τοὶς ἀγκελωθιˬὲς καὶ πέφτεις! Δὲν ἀνοίγεις τὰ στραβά σου νὰ ἰδῆς τὴ λάκκα σιˬαπέρα!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA