ἁγιθοδωρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιθοδωρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἁγιθοδωρίζω Πόντ. (Κερασ.) ἁιθοδωρίζω Πόντ. (Κερασ. Ὄφ.) ἁεθοδωρίζω Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Τρίπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἁεθοδωρίζω Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. ἅγι-Θόδωρος.

Σημασιολογία

Νηστεύω ἀπεχόμενος πάσης τροφῆς καὶ ποτοῦ ἀπὸ τῆς Δευτέρας τῆς πρώτης ἑβδομάδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς μέχρι τέλους τῆς λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων τῆς Τετάρτης τῆς αὐτῆς ἑβδομάδος ἢ νηστεύω ὅλην τὴν πρῶτην ἑβδομάδα τρώγων ἅπαξ μόνον τὴν Πέμπτην (τὸ ρ. ἐσχηματίσθη διὰ τὴν κατὰ τὸ Σάββατον τῆς ἑβδομάδος ταύτης τελουμένην ἑορτὴν τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Τίρωνος. Συνών. θοδωρίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/