ἁγιθοδώρισμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιθοδώρισμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁγιθοδώρισμαν τό, ἀμάρτ. ἁιθοδώρισμαν Πόντ. (Οἰν.) ἁεθοδώρισμαν Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Τρίπ. Χαλδ.) ἁεθοδώρισμαν Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἁγιθοδωρίζω.
Σημασιολογία
1)Τὸ νηστεύειν τὰς τρεῖς πρώτας ἡμέρας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς διὰ τῆς ἀποχῆς ἀπὸ πάσης τροφῆς καὶ ποτοῦ, ἤτοι ἀπὸ τῆς Δευτέρας μέχρι τέλους τῆς λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων κατὰ τὴν Τετάρτην, ἢ τὸ νηστεύειν ὅλην τὴν πρώτην ἑβδομάδα πλὴν τῆς Πέμπτης Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Τρίπ. Χαλδ.) 2)Πληθ. ἁιθοδωρίσματα, οἰκογενειακὴ ἑορτὴ τελουμένη τὸ Σάββατον τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τὴν πρώτην ἑβδομάδα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, καθ᾿ ἣν εἰς μεμνηστευμένην νεάνιδα, ἡ ὁποία ἐνήστευσε τὰς τρεῖς πρώτας ἡμέρας τῆς νηστείας ἀπεχομένη πάσης τροφῆς καὶ ποτοῦ, προσφέρει ἡ μήτηρ+τοῦ μνηστῆρος δῶρα συνιστάμενα εἰς χρήματα, ὀπώρας κττ. Πόντ. (Οἰν.) Πβ. ἁγιθοδωρή 2β, θοδώρισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA