ἁγικωσταντινᾶτο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγικωσταντινᾶτο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁγικωσταντινᾶτο τό, ἀμάρτ. ἁικωσταντινᾶτο πολλαχ. ἁγιˬοκωσταντινᾶτο Θρᾴκ. Κρήτ. Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ. – ΚΤεφαρίκ. Λιανοτράγ. 178 ἁγιˬουκουσταντινᾶτου Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ὀν. ἅγι-Κωσταντῖνος. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. καὶ ἁγιγεˬωργᾶτο.
Σημασιολογία
1)Νόμισμα Βυζαντιακὸν χρυσοῦν ἢ ἀργυροῦν ἢ χαλκοῦν συνήθως ἑτερόκοιλον φέρον τὴν εἰκόνα τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης ἢ καὶ ἄλλων βασιλέων ἔχον δύναμιν θαυματουργὸν καὶ φερόμενον συνήθως ἐπὶ τοῦ στήθους ἢ εἰς τὸν λαιμὸν ὡς περίαπτον. Τοῦτο ἐν ζύμῃ τιθέμενον πιστεύεται ὅτι συντελεῖ εἰς τὴν ζύμωσιν ἔνθ᾿ ἀν.: ᾌσμ. Καὶ μοῦ ᾿χε γιˬὰ παραgελιˬὰ νὰ σὲ φιλῶ ᾿ς τ᾿ ἀχείλη, ᾿ς τ᾿ ἀχείλη καὶ ᾿ς τὸ μάουλο καὶ ᾿ς τὸ λαιμὸ ἀπουκάτω, ἐκεῖ ποῦ πάει καὶ χτυπᾷ τ᾿ ἁγιˬοκωσταντινᾶτο Ἀπύρανθ. Ἄχ, καὶ νὰ σὲ φίλιˬουνε εἰς τὸ λαιμὸ ἀποκάτω, ἐκε͜ιὰ ποῦ παίζει καὶ χτυπᾷ τ᾿ ἁγιˬοκωσταντινᾶτο Κρήτ. Ἁγιˬοκωσταντινᾶτο μου μὲ τὸ σταυρὸ ᾿ς τὴ μέση, τὸ καμαροφρυδάτσι σου ἄλλη κἀμμιˬὰ δὲν τὸ ᾿σει (πρὸς κόρην ὡραίαν. Περὶ τῆς συνηθείας νὰ καλῆται πρόσωπον προσφιλὲς δι᾿ ὀνόματος πολυτίμου ἀντικειμένου πβ. καὶ ἁγιˬοταφίτικος) Μεγίστ. Φεγγάρι μου λαμπρότατο κι ἁγιˬοκωσταντινᾶτο, τὰ κάλλη σου δὲν εἶδα ᾿γὼ ᾿ς τὸν οὐρανὸ ᾿ποκάτω (πρὸς κόρην ὡραίαν) ΚΤεφαρίκ. ἔνθ᾿ ἀν.:Συνών. ἁγίασμα 5, ἁγισεληνᾶτο, κωσταντινᾶτο. 2)Εἰκὼν ἀργυρᾶ τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου μικροῦ μεγέθους Σῦρ. (Ἑρμούπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA