ἀβγοφέττα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβγοφέττα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀβγοφέττα ἡ, Προπ. (Κύζ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀβγὸ καὶ φέττα.
Σημασιολογία
1)Φέττα, ἤτοι ἀπόκομμα ᾠοῦ βρασμένου μέχρι τελείας πήξεως. Συνών. ἀβγοφιλέττα. 2)Ἀπόκομμα ἄρτου, τὸ ὁποῖον βαπτόμενον εἰς ᾠὸν κτυπητὸν τηγανίζεται διὰ βουτύρου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA