ἀγίλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγίλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγίλα ἡ, Καππ. (Ἀνακ. Σίλατ. Σινασσ.) νάgελα Καππ. (Φλογ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγίλιν. Ὁ μεταπλασμὸς κατὰ τὸ συνών. μάντρα.
Σημασιολογία
1)Μάνδρα, συνήθως προβάτων Καππ. (Ἀνακ. Σίλατ.) 2)Ἰδιαίτερον διαμέρισμα τῆς μάνδρας, ἔνθα ἀποχωρίζοντα τὰ ἐρίφια καὶ οἱ ἀμνοί, ὅταν ἀπογαλακτίζωνται, σηκὸς Καππ. (Σινασσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA