ἅγι - Λάζαρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἅγι - Λάζαρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἅγι-Λάζαρος ὁ, ἀμάρτ. ἅγιˬο-Λάζαρος ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,236 ἅι-Λάζαρος πολλαχ. ἁ-Λάζαρος Σαλαμ.
Ετυμολογία
Ἐκ παραθέσεως τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ ὀν. Λάζαρος.
Σημασιολογία
Ὁ ἅγιος Λάζαρος ὁ ἐκ νεκρῶν ἀναστὰς κατὰ τὴν ἀφήγησιν τοῦ εὐαγγελίου. Ἡ μνήμη τῆς ἀναστάσεώς του τελεῖται τὸ ὁμώνυμον Σάββατον πρὸ τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων ἔνθ᾿ ἀν.:Φρ. Ποτέ του ἀβγὸ δὲν ἔδωκε μήτε ᾿ς τ᾿ ἁγίου-Λαζάρου (ἐκ τοῦ ἐθίμου νὰ περιέρχωνται τὰ παιδία τὰς οἰκίας κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ ἁγίου Λαζάρου καὶ ψάλλοντα ᾆσμα σχετικὸν νὰ δέχωνται δῶρα. Ἐπὶ φιλαργύρου) Ἤπ. || Παροιμ. Ἀπὸ τὸν ἅι-Λάζαρο καὶ ᾿ς τὴ Φανερωμένη (ἐπὶ ἀσυναρτησιῶν) πολλαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA