ἀβγῶνας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβγῶνας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀβγῶνας ὁ, Κεφαλλ. Παξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβγὸ καὶ τῆς περιεκτ. καταλ. –ῶνας.

Σημασιολογία

1)Τὸ μέρος, ὅπου γεννοῦν αἱ ὄρνιθες, ἡ φωλεὰ Κεφαλλ.: Πάμε ᾿ς τὸν ἀβγῶνα νὰ βροῦμε ἀβγὰ. Συνὼν. ἀβγοθήκη 3. 2)Πλῆθος ᾠῶν Παξ.: Δὲν ἠξέραμου ποῦ γεννάει ἡ κόττα, ἐπήαμου τσαρκαλεύοντας καὶ βρήκαμου ᾿ς τὸ κούφαλο ἀβγῶνα (τσαρκαλεύω=ἀναζητῶ, ἐρευνῶ. κούφαλο=ἡ εἰς τὸν κορμὸν τῶν γηραιῶν δένδρων σχηματιζομένη κοιλότης).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/