ἀβγώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβγώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀβγώνω Ζάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κυκλ.Λευκ. κ.ἀ. ᾿βγών-νω Σύμ. Παθ. μετοχ. ἀβγωμένος σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβγό.
Σημασιολογία
1)Μετβ. ἀρτύω φαγητὸν μὲ ἀβγολέμονο (ἰδ. λ.) Ζάκ. Κυκλ.: Ἀβγώνω τὴ σούππα Ζάκ. Κυκλ. Συνὠν. ἀβγοκόβω. 2)Ἀμτβ. ἀποκτῶ πολλὰ ᾠὰ εἰς τὴν ᾠοθήκην μου, πληροῦμαι ᾠῶν, ἐπὶ ὀρνίθων, ἰχθύων κττ. Ζάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Ἐπὶ τῆς σημ. ταύτης συνήθως ἡ μετοχ.: Ψάρι ἀβγωμένο. Ἀχινὸς ἀβγωμένος. Κόττα-ρέγγα ἀβγωμένη σύνηθ. Ἄβγωσαν οἱ πουλλακίδες καὶ τώρα θὰ ᾿χωμε πολλὰ ἀβγὰ Κεφαλλ. Ἄβγωσαν τὰ ψάρια Ζάκ. Εἶν᾿ ἀβγωμένη ἡ πουλλακίδα Κεφαλλ.|| Φρ. Νὰ ᾿μπῃ ὁ διάολος μέσα σου καὶ νὰ ᾿ναι κιˬ ἀβγωμένος! (δηλ. μὲ ὅλα τὰ μέλλοντα νὰ γεννηθοῦν διαβολόπουλλα, μὲ ὅλα τὰ παδιδιά του. Ἀρὰ) Λευκ. 3)Μεταφ. καθίσταμαι εὐτραφής, παχύνομαι Σύμ. 4)Ἀποκτῶ χρήματα, γίνομαι πλούσιος Σύμ.: Αὐτὸς ἔβγωσεν πεˬό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA