ἅγιˬο-βῆμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἅγιˬο-βῆμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἅγιˬο-βῆμα τό, σύνηθ. ἁγεβῆμαν Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἁε-βῆμαν Πόντ. (Τραπ.) ἁεβῆμα Πόντ. ἁγεβγῆμαν Πόντ. (Χαλδ.) ἁεβγῆμαν Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἁεβδῆμαν Πόντ. (Τραπ.) ἁεδῆμαν (Τραπ.) ἁγιδῆμαν Πόντ. (Κερασ.) ἁγιδῆμα Μακεδ. ἁιδῆμαν Πόντ. (Κερασ.) ἁιδῆμα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.) Σάμ. Σκίαθ. κ.ἀ. ἁγιˬοδῆμα Ζάκ. Κεφαλλ. Παξ. κ.ἀ. ἁγιˬουδῆμα Θεσσ. Λέσβ. Μακεδ. (Καστορ. κ.ἀ.) ἁγιδῆμας ὁ, Πόντ. (Κερασ.) ἁιδῆμας Πόντ. (Κερασ.) ἁγιˬοδῆμος Πελοπν. (Ἀργολ.) ἁιδῆμος Μακεδ. (Θεσσαλον.) ἁδῆμος Μακεδ. (Θεσσαλον.) ἁεβῆμα ἡ, Πόντ. (Τραπ.) ἁεβγῆμα Πόντ. (Χαλδ.) ἁέβγημαν Πόντ. (Σάντ.) ἅβδημα Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ παραθέσεως τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. βῆμα. Διὰ τὸ ἁεβγῆμαν- ἁεβδῆμαν πβ. ἀβγολογῶ-ἁβδουλουγῶ.
Σημασιολογία
Τὸ τρίτον καὶ ἁγιώτατον μέρος τοῦ ναοῦ, τὸ ἱερὸν βῆμα, ἐν ᾦ ὑπάρχει τὸ θυσιαστήριον πρὸς τέλεσιν τῆς θείας λειτουργίας ἔνθ᾿ ἀν.: ᾿Σ σὴν ἅβδημαν ἐκοινώντσαν τὰ μωρὰ (εἰς τὸ ἅγιον βῆμα ἐκοινώνησαν τὰ μικρὰ παιδία) Ἀμισ. || Αἴνιγμ. Σείεται ἡ ἐκκλησία, τ᾿ ἁγεβῆμαν πορπατεῖ κιˬ ὁ ποππᾶς καταρωτᾶται πόθεν ἔν᾿ ἀνατολὴ (ὁ ἱερεὺς ἐρωτᾶται πόθεν εἶναι ἡ ἀνατολή. Τὸ πλοῖον) Τραπ. || ᾎσμ. Ἕνας παππᾶς λειτούργαε μέσα ᾿ς τὸν ἁγιˬοδῆμο κι ὅντας ἀπολειτούργησε, τοῦ χύθη τὸ ποτήρι, οὕλον τὸν κόσμον κόλασε, κολάστηκε κιˬ ἀτός του Ἀργολ. Συνών. ἅγιο-Πνέμα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA