ἀγκωναρεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκωναρεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγκωναρεˬὰ ἡ, Ἀθῆν. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) κ.ἀ. – Λεξ. Κομ. ἀgωναρεˬὰ Κεφαλλ. ἀγκωναρία Ζάκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγκωνάρι.
Σημασιολογία
I)1)Ὁ κατὰ τὴν ἐξωτερικὴν γωνίαν οἰκοδομήματος τόπος Ζάκ.: ᾎσμ. Τσοὶ ροῦγες σας, τσοὶ πιˬάτσες σας καὶ τσοὶ ἀγκωναρίες. 2)Ὁ γωνιόλιθος Λεξ. Κομ. 3)Μικρὸν χαμηλὸν ἀνάκλιντρον εἰς τὰς παλαιοτέρας οἰκίας Ἀθῆν. II)1)Βολὴ λίθου Κεφαλλ. Πβ. καντουνεˬά, λιθαρεˬά, πετρεˬά. 2)Πληγή, κτύπημα διὰ λίθου ἐκσφενδονισθέντος Ζάκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA