ἀγκῶνας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκῶνας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγκῶνας ὁ, Ἀθῆν. Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Μακεδ. (Μελέν.) Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βυτίν. Καλάβρυτ. Λάστ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀν-κῶνα Ἀπουλ. ἀναγκῶνας Μακεδ. Στερελλ. (Εὐρυταν.) ἀναgῶνας Θεσσ. (Καλαμπάκ. Πορταρ. κ.ἀ.) ἐγκῶνας Ρόδ. ἔγκωνας Χίος ἄγκωνας Ζάκ. Ἰκαρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Σέριφ. Τῆλ. ἄγκωνα Καλαβρ. (Μπόβ.) ἄgωνας Ἄνδρ. Θήρ. Κάλυμν. Κρήτ. Μέγαρ. Πάρ. Πελοπν. (Λακων. Τρίκκ.) Σύμ. ἄγκουνας Εὔβ. (Κονίστρ. Κύμ. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Βελβ. Σισάν. κ.ἀ.) ἄgουνας Κρήτ. Κυδων. Λέσβ. (Πάμφιλ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Σάμ. Σκόπ. ἄγκουλας Εὔβ. (Κονίστρ.) κ.ἀ. ἀγκὼς Μεγίστ. ἀγκῶνα ἡ, Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Καππ. (Ἀραβάν. Φάρασ. κ.ἀ.) Κύπρ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. ἀναgῶνα Ἤπ. Θεσσ. (Καλαμπάκ. Ὄλυμπ.) ἀgῶνα Θεσσ. (Ὄλυμπ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀgώνη Σύμ. ἀναγκῶνα Θεσσ. Πληθ. ἀγκῶνοι πολλαχ. ἀγκοῦνοι Εὔβ. (Κονίστρ.) ἀναgῶνοι Θεσσ. (Πορταρ.) ἀγκώνοιδες Ἤπ. Παξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀγκών. Ὁ πληθ. ἀγκῶνοι ἤδη κατὰ τὸν 16ον αἰῶνα. Τὸ ἄγκωνας ἀπὸ τοῦ πληθ. ἀγκῶνοι κατὰ τὸ ἀντίστροφον σχῆμα ἀρχόντοι- ἄρχοντας, γερόντοι-γέροντας κλπ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,190 καὶ 2,91. Τὸ ἄgουνας ἐν ἐγγράφῳ τῶν ἀρχῶν του 16ου αἰῶνος. Ἡ μεταβολὴ τοῦ γένους ἐν Πόντ. κανονική. Εἰς τοὺς ἄλλους τόπους ἀναλογικὴ ἢ κατ᾿ ἐπίδρασιν καὶ τοῦ ἀγκώνη. Πβ. IBekker Anecd Graec. 782,34 «τὴν γὰρ ἀγκάλην, ἥτις ἐκ τοῦ ἀγκῶνος ἀγκώνη λέγεται». Διὰ τὸν τύπ. ἀγκὼς πβ. παθὼν-παθώς, χειμὼν-χειμὼς κττ.
Σημασιολογία
1)Ὁ ἀγκὼν τῆς χειρὸς ἔνθ᾿ ἀν.: Ἤσπασε ὁ ἄgουνάς του Κρήτ. Στούb᾿σα τοὺν ἀναgῶνα μ᾿ Θεσσ. Ἔπεκα τσαὶ στραbούληκα τὸν ἄgωνά μου Μέγαρ. Μὲ χτυπάει μὲ τὸν ἄγκουλα Κονίστρ. Σκουντάω μὲ τὸν ἄγκωνα (νεύω δι᾿ ἀγκῶνος, ἤδη ἀρ. Πβ. Ὅμ. ξ 484 «καὶ τότ᾿ ἐγὼνὈδυςῆα προσηύδων ἐγγὺς ἐόντα | ἀγκῶνι νύξας») Καλάβρυτ. Ἡ ἀgῶνα μ᾿ μὲ πονεῖ Σαρεκκλ. Ἐχτύπησα τὴν ἀγκῶνά μου Οἰν. Ἀκκουμπίζω τὴν ἀγκῶνα μ᾿ Κερασ. || Φρ. Νὰ στραβωθῇς, νὰ δαγκώνῇς τὸν ἄγκουνά σ᾿! Εὔβ. (Κονίστρ. Κύμ. κ.ἀ.) Καὶ τοὺς ἀγκώνους χέριˬα νὰ κάμῃς καὶ ψωμὶ νὰ μὴ χορτάσῃς! Ἀθῆν. Θὰ τὸν κάμω νὰ ξύεται μὲ τοὺς ἀgώνους (νὰ περιέλθῃ εἰς τὴν ἐσχάτην ἀπόνοιαν) Λακων. Ξυˬοῦμαι μὲ τ᾿ς ἀγκώνοιδες (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. Φάε τὸν ἄgωνα ἢ ἀπὸ ᾿δῶ τὸν ἄgωνα (εἰρων. ἀπάντησις εἰς τὸν αἰτοῦντα νὰ λάβῃ τι παρ᾿ ἄλλου ἀρνουμένου, συνοδεύεται δὲ ἡ τοιαύτη ἀπάντησις μὲ κάμψιν τοῦ ἀγκῶνος καὶ πρότασιν αὐτοῦ) Τρίκκ. Τραυάει ἀgῶνα μὲ τὸν δεῖνα (τυγχάνει τῆς προστασίας του, τῆς ὑποστηρίξεώς του) Σαρεκκλ. Ἁρπάζω τ᾿ ἀγκῶνας (ἐπὶ ἀτυχήματος ἀπροσδοκήτου) Χαλδ. || Παροιμ. Ἡ -- ἀνάξιιˬους ἔφαϊ ἕνα ἀβγὸ τςὶ χώθ᾿τσι ὥσα μ᾿ τσ᾿ ἀgῶν᾿ (ἐπὶ ἀδεξίου ἀνθρώπου) Κυδων. || ᾎσμ. Ἔσφιξεν τὲς ἀγκῶνες του τ᾿ ἐκόπην τ᾿ ἁλυσίδιν Κύπρ. Συνών. ἀγκωνόχερο 1. β)Μεταφ. ὑποστηρικτής, προστάτης Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.): Τὸν ἔ᾿ ἀgῶνα. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγκωνάρι 2β. 2)Συνεκδ. ὁ ἀγκὼν τῆς χειρίδος Μέγαρ.: Τρύπητσε ἡ πουκαμίσα μου ᾿ς τὸν ἄgωνα. Πβ. ἀμασκάλη, γόνατο, πλάτη. 3)Μέτρον μήκους, τὸ ἀπὸ τοῦ ἀγκῶνος μέχρι τῶν ἄκρων δακτύλων μῆκος Κύπρ. Πόντ. (Οἰν.): ᾎσμ. Τὴν ζώστραν ποῦ μοῦ ἔφερες ἀπὸ τὸ Σαλονίκι διπλῆν, τριπλῆν τὴν ζών-νουμουν, περίσ-σευκεν ἀγκῶνα, τώρᾳ μονὴν τὴν ζών-νουμαι ταὶ λείβκεταί μ᾿ ἀγκῶνα Κύπρ. Πβ. ἀρχ. ἀγκὼν=πῆχυς χειρός. Συνών. ἀγκωνόχερο 2. β)Ἥμισυς πῆχυς Πόντ. (Ἀμισ. κ.ἀ.) γ)Μέτρον ὀργιαῖον περίπου Πόντ. (Κερασ.) δ)Εἷς πῆχυς Καππ. (Φάρασ.) ε)Μῆκος 88 ἕως 95 ἑκατοστῶν τοῦ μέτρου Πόντ. (Οἰν.) 4)Ποσότης νήματος πέντε ἢ δέκα δεμάτων Πόντ. (Κερασ.): Ὀσήμερον δύο ἀγκῶνας ράμμαν ἔκαμα. Πβ. ἁλυσίδι, κούκλα, σκουλλί. 5)Ράβδος ἴση μιᾷ τῶν ἀνωτέρω μονάδων μήκους χρησιμεύουσα ὡς ὄργανον μετρήσεως Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) 6)Ὁ ἀγκὼν ἐργαλείων, σωλήνων καὶ σκευῶν Μέγαρ. Πόντ. (Σάντ.): Ἔσπατσε ἡ χερήτρα κοντὰ ᾿ς τὸν ἄgωνα Μέγαρ. β)Ὁ ἀγκὼν τῆς ἀγκύρας, ἤτοι τὸ κατώτατον ἄκρον τοῦ κορμοῦ τῆς ἀγκύρας, δι᾿ οὗ ἑνοῦνται πρὸς ἀλλήλους οἱ βραχίονες αὐτῆς, ναυτικὸς ὅρ. πολλαχ. 7)Ἡ ὡς ἀκρωτήριον ἐξέχουσα καμπὴ ὄρους Καππ. (Ἀραβάν.) Ἤδη παρ᾿ ἀρχ. ἀγκὼν ἡ εἰς τὴν θάλσσαν προέχουσα ξηρὰ. β)Τόπος σκεπόμενος ἀπὸ πνοῆς ἀνέμου, ὑπήνεμος Θεσσ. (Ὄλυμπ.): ᾎσμ. Βρίσκει προσήλιˬο κάθεται σὲ μιˬὰ καλὴ ἀgῶνα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Μάν.) 8)Γωνία οἰκοδομήματος εἰσέχουσα ἢ ἐξέχουσα Β. Εὔβ. Θεσσ. (Καλαμπάκ. Πορταρ. κ.ἀ.) Μακεδ.: Θυμιˬάτ᾿ζαν οὕλοι τσ᾿ ἀgῶνοι τοῦ σπιτιˬοῦ Πορταρ. Ἕνα λᾳδουκάd᾿λου εἶνι κριμασμένου ᾿ς τοὺν ἀναgῶνα Θεσσ. Ἤδη παρὰ τῷ Ὁμ. ἀγκὼν=γωνία ἀποκλίνουσα. Πβ. Π 702 «ἐπ᾿ ἀγκῶνος…τείχεος» 9)Τὸ σιδηροῦν ἢ ξύλινον γωνιῶδες ἐργαλεῖον τῶν οἰκοδομῶν ἢ ξυλουργῶν, ὁ γνώμων Πόντ. (Χαλδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA