ἀβδελλιˬάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβδελλιˬάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀβδελλιˬάρις ἐπίθ. Κρήτ. κ.ἀ. Οὐδ. ἀβδελλιˬάρικο Κρήτ. Πελοπν. (Μαζαίικ. Σουδεν.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβδέλλα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ιˬάρις.

Σημασιολογία

1)Ὁ προσβεβλημένος ὑπὸ τοῦ νοσήματος τῆς βδέλλας, ἡ ὁποία εἰσερχομένη εἰς τὸ στόμα τοῦ ζῴου μετὰ τοῦ πινομένου ὕδατος καὶ προσκωλλομένη ὑπὸ τὴν γλῶσσαν ἢ ἀλλαχοῦ τοῦ στόματος ἀπορροφᾷ τὸ αἷμα καὶ προξενεῖ ἐξασθένησιν αὐτοῦ, ἢ τῆς διστομίτιδος, νοσήματος τοῦ ἥπατος ἕνεκα τῆς ἐν αὐτῷ γεννήσεως σκωλήκων ὁμοίων πρὸς τὴν βδέλλαν Κρήτ. Πελοπν. (Μαζαίικ.) κ.ἀ.: Κατσίκα ἀβδελλιˬάρα Κρήτ. Βόδι-πρόβατο ἀβδελλιˬάρικο ἀυτόθ. 2)Μεταφ. ἰσχνός, καχεκτικὸς (ὡσεὶ πρπσβεβλημένος τὸ ἧπαρ ὑπὸ βδέλλας) Κρήτ. Πελοπν. (Σουδεν.) κ.ἀ.: Ἀβδελλιˬάρικο παιδὶ Σουδεν. Συνών. ἀβδελλιˬασμένος (δι᾿ ὃ ἰδ. ἀβδελλιˬάζω 2.)Οὐσ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀβδελλιˬάρικα τοπων. Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/