ἀβδελλίστρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβδελλίστρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀβδελλίστρα ἡ, Δαρδαν. Θρᾴκ. ἀβδιλλίστρα Θρᾴκ. (Αἷν. Μάδυτ.) βδιλλίστρα Θεσσ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Μάδυτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. ρ. βδελλίζω.
Σημασιολογία
Ἡ θέσις τοῦ δήγματος τῆς βδέλλας διακρινομένη διὰ τῆς προξενουμένης εἰς τὸ δέρμα μικρᾶς ἀμυχῆς ἔνθ᾿ ἀν.: Ἔβαλα ἀβδέλλες κο ἀκόμα ἡ ἀβδελλίστρα φαίνεται Δαρδαν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA