ἀγκώνιˬασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκώνιˬασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγκώνιˬασμα τό, (II) ἀμάρτ. ἀγκώνσμα Πόντ. (Κερασ.) ᾿gούνιˬασμα Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγκωνιˬάζω (II).

Σημασιολογία

1)Τὸ διὰ τοῦ ἀγκῶνος ἀπωθεῖν ἀσθενῶς καὶ κρυφίως ὅσον διὰ νὰ νεύσῃ τις Σύμ. Συνών. σπρώξιμο. 2)Ἡ κατ᾿ ἀγκῶνας μέτρησις ὑφάσματος ἢ νήματος Πόντ. (Κερασ.) Πβ. ἀγκῶνας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/