ἀβδελλόχορτο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβδελλόχορτο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀβδελλόχορτο τό, πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀβδέλλα καὶ χόρτο.

Σημασιολογία

Τὰ διάφορα εἴδη τοῦ φυτοῦ βατραχίου τῆς τάξεως τῶν βατραχιωδῶν (ranunculaceae), ἄγρια χόρτα ἐν χλωρᾷ καταστάσει δηλητηριώδη (πβ. ΠΓεννάδ. 186). Τὰ φύλλα τῶν βατραχίων καταπλασσόμενα ἐπὶ τοῦ δέρματος ἐνεργοῦν ὡς ἐκδόρια ἑλκωτικὰ ἢ ἐσχαρωτικά, διὰ τῶν ὁποίων ὁ λαὸς θεραπεύει τοὺς δερματικοὺς λειχῆνας. Φέροντα δὲ τὰ φυτὰ ταῦτα συνήθως κύστεις τῶν τρηματωδῶν σκωλήκων (πλατυελμίνθων) προξενοῦν τρωγόμενα ὑπὸ τῶν ζῴων τὴν νόσον διστομίτιδα, τὴν κοινῶς ἀβδέλλαν (ἰδ. λ.) Συνών. ἀφορδακίδα, βέλιˬουρας, κλαπατσούρα, κλαπατσόχορτο, τσουμέρκα. Πβ. βατραχοχόρτι, δακράκι, νεράγκουλο. [**]

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/