ἀβδέλλωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβδέλλωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Μετοχή
Τυπολογία
ἀβδέλλωμα τό, ἀμάρτ. ἀβδέλλουμα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀβδελλώνω.
Σημασιολογία
Συναρμογὴ διερρηγμένων ἀγγείων, λίθων, ξύλων, κττ. διὰ σιδηρῶν ἐλασμάτων ὁμοίων κατὰ τὸ σχῆμα πρὸς βδέλλαν. Πβ. ἀβδέλλα 1β, ἀβδέλλι 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA