ἀβδελλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβδελλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀβδελλώνω Ἤπ. Κέρκ. ἀβδιλλώνου Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβδέλλα.
Σημασιολογία
1)Μετὰ τοῦ πινομένου ὕδατος εἰσάγω βδέλλας εἰς τὸ στόμα μου, αἵτινες προσκολλῶνται εἰς τὰ διάφορα μέρη αὐτοῦ, ἐπὶ τῶν ζῴων Κέρκ.: Τὸ ἀρνὶ-τὸ μουλάρι ἀβδελλώνει Συνών. ἀβδελλιˬάζω 1β. 2)Συναρμόζω, συγκρατῶ διερρηγμένον ἀγγεῖον ἢ ξύλινον σκεῦος, συνδέω λίθους, ξύλα κττ. διὰ σιδηρῶν ἐλασμάτων ὁμοίων κατὰ τὸ σχῆμα πρὸς βδέλλαν Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.): Ἀβδέλλωσα τὸ δικράνι Ἤπ. || ᾎσμ. Ἔχεις χουλιˬάρι σκούντζορο, πινάκι άβδελλωμένο, ἔχεις κ᾿ ἕνα παλα͜ιόρρουχο ᾿ς τὲς πλάτες μπαλλωμένο (σκούντζορο=κολοβόν) Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA