ἀβελόνιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβελόνιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀβελόνιˬαστος ἐπίθ. Κυκλ. κ.ἀ. ἀβελόνστος Πόντ. (Χαλδ.) ἀbελόνιˬαστος Κεφαλλ. Κρήτ. Πάρ. ἀbιλόνιˬαστους Ἴμβρ. ἀβελονίαστος Πόντ. (Χαλδ.) ἀβελονέαστος Πόντ. (Τραπ. Τρίπ.) ἀβολόνστος Πόντ.(Σάντ. Τραπ. Τρίπ.) ἀbολόνιˬαστος Σύμ. ἀβιλόνιˬαγους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βελονιˬάζω.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ διαπερασθεὶς διὰ τῆς ὀπῆς τῆς βελόνης, ἐπὶ νήματος Κρήτ. Κυκλ. Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Τρίπ. Χαλδ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σύμ. κ.ἀ.: Νῆμα ἀβελόνιˬαστο Κυκλ. Ράμμαν ἀβελονίαστον (ράμμα=νῆμα) Τραπ. Ἡ κλουνὰ εἶν᾿ ἀβιλούνιˬα᾿ Αἰτωλ. Συνών. ἀβελόνιστος. 2)Ἐκεῖνος, διὰ τῆς ὀπῆς τοῦ ὁποίου δὲν διεπεράσθη νῆμα, μόνον ἐπὶ βελόνης Πάρ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σύμ. κ.ἀ.:Βελόνα ἀbελόνιˬαστη Πάρ. Ἡ βελόνα μου εἶναι ἀbολόνιˬαστη, ἔλα νὰ μοῦ bολονιˬάσης Σύμ. Τοὺ βιλό᾿ εἶν᾿ ἀβιλόνιˬαγου Αἰτωλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/