ἀβέρτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβέρτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβέρτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀβέρτους Ἴμβρ. Σαμοθρ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. Θηλ. ἀβέρτα Κρήτ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἑνετ. averto.
Σημασιολογία
Α)Κυριολ. 1)Ἀκάλυπτος, ἀνοικτός, ὁ μὴ κεκλεισμένος σύνηθ.: Αὐλὴ ἀβέρτη. Τ᾿ ἄφησα ὅλα ἀβέρτα σύνηθ. Τ᾿ ἀφῆκι οὕλα ἀβέρτα κ᾿ ἔφ᾿γι (ἤτοι θύρας, παράθυρα κττ.) Ἴμβρ. Γούλα πόρτις κὶ παναθέριˬα ἔνι ἀβέρτα (ὅλα θύραι καὶ παράθυρα εἶναι ἀνοικτὰ) Σαμοθρ. Πβ. ξέσκεπος, ὁλάνοιχτος, ὀρθάνοιχτος. β)Ἄφρακτος, ἀτείχιστος σύνηθ.: Ἀμπέλι-χτῆμα-χωράφι ἀβέρτο. γ)Ἀναπεπταμένος, ἐπὶ τῶν ἰστίων πλοίου καὶ ἀνεμόμυλου Μῆλ. Μύκ. κ.ἀ.: Ἀβέρτα τὰ παννιˬά. δ)Ὁ μὴ περιοριζόμενος, ἐλεύθερος Στερελλ.: Ἀφ᾿κι ἀβέρτα τὰ πρόβατα. 2)Εὐρύχωρρος Κέρκ. Παξ. Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Σύμ. κ.ἀ.: Ἀβέρτο σπίτι (συνήθως τὸ μὴ ἔχον διαχωρίσματα ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διαμερισμένον, ὅπερ παρουσιάζει στενοχωρίαν) Κέρκ. Ὀλυμπ. Παξ. Ἀβέρτο καΐκι (τὸ μὴ ἔχον διαμερίσματα, ἤτοι πρύμνην, πρῷραν, ἀποθήκην κττ.) Κέρκ. Παξ. Σύμ. κ.ἀ. Β)Μεταφ. 1)Ὁ μετὰ θάρρους καὶ παρρησίας λέγων ἀπροκαλύπτως τὴν γνώμην του χωρὶς νὰ λαμβάνῃ ὑπ᾿ ὄψιν Ἀθῆν. Θεσσ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σῦρ. κ.ἀ.: Ἀβέρτος ἄνθρωπος Ἀθῆν. Σῦρ. Καλύτιρα οὑ ἄνθρουπους νὰ ᾿ν᾿ ἀβέρτους κὶ νὰ μὴν κρατῇ μουτπάκιˬα (ὑστεροβουλίας) Αἰτωλ. Οὑ ἄνθρουπους αὐτὸς εἶν᾿ ἀβέρτους, μὴ σκιˬάζεσαι αὐτόθ. 2)Πρόθυμος, εὐπροσήγορος, ὁ ἔχων κατὰ τῆν συνήθη ἔκφρ. ἄνοιχτὴ καρδιˬὰ Ἤπ. Θήρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Πῆρι νιˬὰ ἀβέρτα γυναῖκα Αἰτωλ. Συνών. ἀνοιχτόκαρδος. 3)Ὁ ἀπηλλαγμένος φροντίδων, ἥσυχος, ἀμέριμνος Θεσσ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Ἄνθρουπους ἀβέρτους Αἰτωλ. 4)Ὁ ἔχων οἱονεὶ ἀνοικτὸν τὸν νοῦν, εὐφυής, ἔξυπνος Λυκ. (Λιβύσσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA