ἀβλαντίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβλαντίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀβλαντίζω Τῆν. κ.ἀ. ἀβλαντίζ-ζω Χίος ἀβλαdίζω Τῆν. (Χώρ.) κ.ἀ. ἀβλαdίζου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Μάδυτ.) Ἴμβρ. Κυδων. Λέσβ. Λῆμν. Σάμ. Σαμοθρ. κ.ἀ. ἀβλατίζω Κάρπ. Μεγίστ. Πόντ. (Σινώπ.) ἀβλαντῶ Ἤπ. ᾿βλαντίζω Κάλυμν. ᾿βλατίζω Κῶς Νίσυρ. Τῆλ. ᾿βλατίζ-ζω Σύμ. ᾿βλατίτζω Σύμ. ᾿βλαdῶ Μακεδ. (Γκιουβ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. avlandim ἀορ. τοῦ avlamak.
Σημασιολογία
1)Κυνηγῶ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Μακεδ. (Γκιουβ.) κ.ἀ.: Πάει νὰ βλαdᾷ Γκιουβ. Συνών. άβλαεύω. β)Σκοπεύω Λέσβ. Νίσυρ. Πόντ. (Σινώπ.) Τῆλ. κ.ἀ: Βλέπει εὔτουν, τοὺν ἀβλαdίζ᾿, ἔρριξι, τοὺν σκότουσι Λέσβ. Συνών. σημαδεύω. 2)Παραφυλάττω, ἐνεδρεύω, κατασκοπεύω Ἤπ. Σάμ. κ.ἀ. 3)Περιμένω τὴν κατάλληλον στιγμήν, καιροφυλακτῶ Κάλυμν. Κῶς Σάμ. Σύμ. Τῆν. β)Ἐπιτυγχάνω τι συνήθως καιροφυλακτῶν Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Μάδυτ.) Κάρπ. Μεγίστ. Νίσυρ. Σάμ. Σύμ. κ.ἀ.: Ἐβλάτισε τὸν καιρὸ-τὴν ὥρα Νίσυρ. Τὸν ἐβλάτισα πάνω ποῦ ᾿θελεν νὰ φύῃ Σύμ. Ἐβλάτισα τὸν ἀέρα κ᾿ ἐσηκώθην ᾿ς τὰ παν-νιˬὰ αὐτόθ. Τοὺν ἀβλαdίζ᾿ ᾿ποὺ τοὺ φράχτ᾿ Ἀδριανούπ. Ἐβλάτισες καὶ τὸν καιρὸ νὰ γυρέψῃς τὸ δεῖνα Μεγίστ. Ἐβλάτισεν καὶ τὸν καιρὸν νά ᾿ρτῃ νὰ μᾶς εὕρῃ αὐτόθ.|| ᾎσμ. Γιˬὰ ἰδὲ κιρὸ π᾿ ἀβλάdισι νὰ πέσῃ ν᾿ ἀπουθάνῃ κὶ δὲν ἰβρέθηκι γι᾿ αὐτὸν τῆς γιατρειᾶς βουτάνι Σάμ. 4)Ἐντυγχάνω, συναντῶ Ἴμβρ. Λῆμν. Σαμοθρ. Σύμ. Χίος: Ἐβλάτισέ τους κ᾿ ἐτρώα (τοὺς κατέλαβεν ἐν ὥρα φαγητοῦ) Σύμ. Πήγαμ᾿ κὶ τοὺν ἀβλαdίσαμ᾿ ἀπὰ ᾿ς τ᾿ δ᾿λε͜ιὰ τ᾿ν ὥρα π᾿ γυρίβι ν᾿ ἀνοίξ᾿ τὴν πόρτα Λῆμν. Dοὺν ἀβλαdίσαμ᾿ ἀπάν᾿ ᾿ζ dὴ δ᾿λε͜ιὰ Σαμοθρ. 5) Παρατηρῶ μακρόθεν Κυδων. Συνών. ἀγναντεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA