ἀβλεμόνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβλεμόνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀβλεμόνι τό, Ἤπ. Κεφαλλ. Παξ. κ.ἀ. -ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,53 ἀβλιμό᾿ Ἤπ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀβλέμονας
Σημασιολογία
1)Βαθεῖα καὶ ἀδιόρατος ὀπὴ εἰς τὸν πυθμένα τῆς θαλάσσης Κεφαλλ. β)Βαθεῖα θάλασσα Κεφαλλ. ||Συνεκδ. ἐπὶ πλησμονῆς Ἤπ.: ᾎσμ. Εἶν᾿ ἀβλεμόνι ὁ πόνος μου, πέλαγο δίχως ἄκρη (ἤτοι μέγας, ὑπερβολικός). 2)Μέρος ἀόρατον ἕνεκα θυέλλης ἢ τῆς περιβαλλούσης ὁμίχλης ΚΚρυστάλλ. ἔνθ᾿ ἀν.: Ποίημ. Ὁ Ζάλογγος δὲ φαίνεται, τὸν ἔχωσε ἡ χιˬονούρα κ᾿ ἡ πυκνωμένη συγνεφιˬά, κατὰ τὴν Ἄρτα μπόρα! Ἀγνάντεψ᾿ ἀχ᾿ τὸ Σέσοβο, ἡ Λούτσα εἶν᾿ ἀβλεμόνι (ἤτοι περιβάλλεται ὑπὸ πυκνῆς ὁμίχλης). 3)Καιρός θυελλώδης καὶ σκοτεινὸς Ἤπ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Στερελλ. (Μεσολόγγ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA