ἀβοήθητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβοήθητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβοήθητος ἐπίθ. Κρήτ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ.-Λεξ. Λάουνδ. Περίδ. ἀβόηˬθητος Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) ἀβοήθητε Τσακων. ἀβούθιστος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀβοήθητος. Τὸ ἀβούθιστος κατ᾿ ἀναλογ. τῶν εἰς –ιστος τῶν παραγομένων ἐκ τῶν εἰς –ίζω ρ.
Σημασιολογία
Ὁ στερούμενος βοηθείας, ὁ μὴ ἔχων ὑποστήριξιν ἔνθ᾿ ἀν.: Τὸν ἄφησα ἀβοήθητο τὸν καηˬμένο! (ἄνευ ὑλικῆς ἢ ἠθικῆς ὑποστηρίξεως) Ἀρκαδ. Ἀφῆτζε ἀβοήθητε τὸ θίλε σι (ἄφησε ἀβοήθητον τὸν φίλον του) Τσακων. Συνών ἀβόηθος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA