ἀβόιστα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβόιστα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀβόιστα ἐπίρρ. Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀβόιστος.

Σημασιολογία

Ἄνευ βοῆς, ἄνευ θορύβου, μετὰ σιγῆς: Φρ. παροιμ. Ἡ ἀρχοντιˬὰ καὶ ὁ βῆχας δὲν περνοῦν ἀβόιστα (δὲν δύναται ν᾿ ἀποκρύβῃ ὁ πλοῦτος καὶ ὁ βήξ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/