ἀβολεσιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβολεσιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀβολεσιὰ ἡ, Κρήτ. Παξ. κ.ἀ. ἀναβολεσιˬὰ Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπίθ. ἀβόλετος, Πβ. ἀ- στερητ. 1β.
Σημασιολογία
1)Ἀτυχία, ἀντίξοος περίστασις Κρήτ.: Μοῦ ᾿ρθε μιˬὰ ἀβολεσιὰ. Συνών. ἀβολεˬά 1, ἀναποδιˬά. β)Ἐμπόδιον, κώλυμα Παξ.: Δὲ μποροῦν νὰ παρθοῦνε, εἶναι ἀβολεσιˬὰ ᾿ς τὴ μέση (ἤτοι κωλύονται νομικῶς νὰ συζευχθοῦν). 2)Δύσβατος τόπος Κρήτ.: Ἐκουράστηκα νὰ βγῶ τόση ἀβολεσιˬά. Συνών. κακοτοπιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA