ἀβόλετα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβόλετα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀβόλετα ἐπίρρ. Κύπρ. κ.ἀ. ἀβόλιτα Ἤπ. ἀνεβόλετα Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπίθ. ἀβόλετος.

Σημασιολογία

1)Ἀδύνατον ἄλλως, πάντως, ἀφεύκτως Ἤπ. Κύπρ. κ.ἀ.: Ἀβόλιτα θὰ π᾿γαί᾿ Ἤπ.|| Γνωμ. Τοὺν ἄι Μηνᾶ ἰμήνυσι, | τ᾿ ἄι Φιλίππ᾿ αὐτοῦ εἶμι, τ᾿ς Παναγιˬᾶς ἀβόλιτα (ἐπὶ τοῦ χειμῶνος, ὅστις ἐνσκήπτει συνήθως περὶ τὰ μέσα τοῦ μηνὸς Νοεμβρίου, κατὰ τὴν 11ην τοῦ ὁποίου τελεῖται ἡ ἑορτὴ τοῦ ἀγίου μάρτυρος Μηνᾶ, τὴν 14ην τοῦ Ἀποστόλου Φιλίππου καὶ τὴν 21ην τῶν Εἰσοδίων τῆς Παναγίας) Ἤπ. 2)Οὐχὶ κατ᾿ εὐχήν, ἀντιξόως Πελοπν. (Λακων.) Συνών. ἄβολα 2, ἀνάποδα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/