ἀβόλετος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβόλετος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀβόλετος ἐπίθ. Βιθυν. Θρᾴκ. (Γέν. Σαρεκκλ.) Καππ. (Σινασσ.) Κρήτ. Κύθηρ. Κύπρ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Πόντ. (Τραπ.) Σύμ. Χίος κ.ἀ. ἀβόλιτους Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Καταφύγ. Σισάν.) ἀβούλετος Καππ. (Σινασσ.) Κύπρ. Νίσυρ. ἀβούλιτους Μακεδ. (Σιάτ. Σισάν.) ἀνηβόλετος Λεξ. Πιάν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπίθ. βολετός.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ δυνατός, ἀδύνατος, ἀπίθανος, ἀκατόρθωτος Βιθυν. Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν. Γέν. Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Καππ. (Σινασσ.) Κρήτ. Κύθηρ. Κύπρ. Μακεδ. (Καταφύγ. Σιάτ. Σισάν.) Νίσυρ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Πόντ. (Τραπ.) Σύμ. Χίος κ.ἀ. -Λεξ. Πιάν.: Μὴν τό ᾿χῃς ἀβόλετο Κύθηρ. Ἀβόλετό ᾿ναι νὰ μῆν ἔρθῃ Κρήτ. Ἔν᾿ ἀβόλετον νά ᾿ρτῃ ᾿πόψε Κύπρ. Τοῦτου εἶνι πρᾶμα ἀβόλιτου Ἤπ. Ἐστάθεν ἀβόλετον νὰ ἀκούῃ με (ὑπῆρξεν ἀδύνατον νὰ πεισθῇ εἰς ἐμὲ) Τραπ. Ὅ,τι ἄλλο θέ᾿ς γύρεψέ μ᾿ νὰ σὲ κάνω, αὐτὸ ἔν᾿ ἀβόλετο νὰ σὲ τὸ κάνω Γέν. Ἀβούλιτο εἶνι νὰ γέ᾿ αὐτὸ τοὺ πρᾶμα Σιάτ. Ἀβούλιτου εἶνι νὰ σ᾿ ἀφήσου νὰ πάς αὐτόθ.|| Γνωμ. Ἀβούλετό ᾿ναι νὰ γενῇ χοίρου μαλλὶ μετάξι, τῶν ἀπανθρώπω τὰ παιδιˬὰ νά ᾿χουν τιμὴ καὶ τάξι (ἐπὶ τοῦ δυσκόλως ἢ οὑδόλως ἀποβάλλοντος τὰς κακὰς ἢ ἀγενεῖς συνηθείας του) Νίσυρ. || ᾎσμ. Νὰ κάμω τὰ πικρὰ γλυτὰ ταὶ τ᾿ ἄρκα νὰ μερώσω ταὶ βουλετὸν τ᾿ ἀβούλετον γιˬὰ νὰ σᾶς ἰγλυτώσω. (ἄρκα=ἄγρια) Κύπρ. Συνών. φρ. τ᾿ ἀδύνατα δυνατὰ θὰ κάνω. 2)Ὁ οὐχὶ εὐνοϊκός, ὁ ἐναντίος, ὁ δυσάρεστος καὶ δυσμενὴς Καππ. (Σινασσ.) Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Σύμ. κ.ἀ.: Ἀβόλετος καιρὸς (ἐπὶ δυσαρέστου ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως) Σύμ.|| Φρ. Ἄβολα κιˬ ἀβόλετα (ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ὁποῖα μᾶς δυσαρεστοῦν, διότι γίνονται παρὰ τὴν θέλησιν ἡμῶν) Λακων. Μάν. Συνών. ἄβολος Α 4.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/