ἀβόριο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβόριο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀβόριο τό, Κεφαλλ. ἀβόρεο Κεφαλλ. ἀβόλιο Ζάκ.

Ετυμολογία

Τὸ Ἰταλ. avorio, παρ᾿ ὃ καὶ Ἐνετ. avolio.

Σημασιολογία

Ὁ ἐλεφαντόδοτος. Πβ. ἀβόι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/