ἁγιˬοπατέρας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιˬοπατέρας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἁγιˬοπατέρας ὁ, Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. πατέρας.
Σημασιολογία
Ἁγιος, σεβάσμιος, πατήρ, συνήθως ἐπὶ μοναχῶν:ᾎσμ. ᾿Σ τὰ χίλιˬα ὀχτακόσιˬα πενήντα δύο ἁγιˬοπατέρας ἦρθε ᾿ς τὸν κόσμο νὰ κηρύξῃ
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA