ἀβοτανᾶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβοτανᾶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀβοτανᾶ ὁ, Τσακων. ἀβουτανᾶ Τσακων. Θηλ. ἀβοτανοῦ Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβοτάνα.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων μεγάλα ὧτα: Ἔτερ ἔιˬ ἀβοτανᾶ (αὐτὸς εἶναι ἀβοτανᾶς). Ξείκα ἔνταη τὰν ἀβοτανοῦ (κοίταξε αὐτὴν τὴν ἀβοτανοῦ). Συνών. ἀφταρᾶς, ἀφτουλλᾶς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA