ἁγιˬόπεφτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιˬόπεφτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁγιˬόπεφτα τά, Νάξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ ἀριθμτ. πέντε ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ οὐσ. Πέφτη.
Σημασιολογία
Τὸ ἀπὸ τῆς 1ης μέχρι τῆς 5ης ἡμέρας τοῦ μηνὸς Αὐγούστου χρονικὸν διάστημα (ὠνομάσθη οὕτω, διότι ἡ τῶν ἡμερῶν τούτων ἀργία ὀφειλομένη εἰς τὰς περὶ δριμῶν δοξασίας ἐνομίσθη ὡς προερχόμενη ἐκ θρησκευτικῶν λόγων. Πβ. δρίματα καὶ δρῖμες):Τ᾿ ἁγιˬόπεφτα δὲν πρέπει νὰ πλύνῃ κἀμμιˬὰ γυναῖκα, γιˬατὶ ζεματίζει τὴ μεγαλόχαρη ἁγία Παναγιˬὰ καὶ τὴν ψυχὴ τῶν γονεˬῶ της. Πβ. ἁγιˬόπεφτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA