ἀγκωνίτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκωνίτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγκωνίτης ὁ, ἀμάρτ. ἀgωνίτης Ἀστυπ. Θήρ. ἀgωνίτ᾿ς Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ.) ἀgουνίτ᾿ς Θρᾴκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγκῶνας.

Σημασιολογία

1)Ὁ ἀγκὼν τῆς χειρὸς ἔνθ᾿ ἀν.: Χτύπ᾿σα τοὺν ἀgουνίτ᾿ Θρᾴκ. Μὶ πουνεῖ οὑ ἀgουνίτ᾿ς μ᾿ αὐτόθ. Χτυπᾷ ᾿ς τὸν ἀgωνίτη καὶ μουδιˬάζει τὸ χέρι του Ἀστυπ. Βγάλ᾿ τὸν ἀgωνίτη σου, γιˬατὶ μὲ ᾿bοδίζει Θήρ. 2)Ὁ τοῦ ἀγκῶνος, τῆς γωνίας, τὸ ἀγκωνάρι, ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ.) β)Πᾶν ὅ,τι ἔχει σχῆμα ἢ θέσιν ἀγκῶνος, οἷον γωνία τοῦ καπνοδόχου σωλῆνος τῆς θερμάστρας κττ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.): Παράgειλα τὸν ἀgωνίτ᾿ ᾿ς τὸ σιδερᾶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/