ἀβοτάνιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβοτάνιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβοτάνιστος ἐπίθ. Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κ.ἀ.) Θήρ. Πελοπν. (Λακων. Μεσσ. κ.ἀ.) Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) Σῦρ. κ.ἀ. ἀβουτά᾿στους Ἤπ. (Ἰωάνν. κ.ἀ.) Μακεδ. ἀβοτάνιγος Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀβουτά᾿γους Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βοτανίζω.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ βοτανισθείς, ὁ μὴ καθαρισθεὶς ἀπὸ τὰ ἄγρια, παράσιτα καὶ ἐπιβλαβῆ χόρτα, ἐπὶ κήπων καὶ ἀγρῶν Εὔβ. (Αὐλωνάρ. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν. κ.ἀ.) Θήρ. Πελοπν. (Λάκων. Μεσσ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Σῦρ. κ.ἀ.: Ἀβοτάνιστο κριθάρι Μεσσ. Σκόρδα ἀβουτά᾿στα Ἰωάνν. Ἀβοτάνιγα λάχανα (κράμβαι) Τραπ. Χουράφ᾿ ἀβουτά᾿γου Ζαγόρ. κ.ἀ. Ἐρρώστεσα κ᾿ ἐπέμ᾿νεν τὸ κεπὶν ἀβοτάνιγον (ἠσθένησα καὶ ἔμεινεν ὁ κῆπος ἀβοτάνιστος) Χαλδ. 2)Ὁ μὴ πιὼν φάρμακον μαγικὸν Μακεδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA