ἀβούλητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβούλητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβούλητος ἐπίθ. Σύμ. -Λεξ. Περίδ. κ.ἀ. ἀβόλιστος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀβούλιγος Κέρκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βουλῶ.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ βυθισθεὶς ἐν ὕδατι ἢ ἀλλαχοῦ, ἀβλυθιστος ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀβούλητη βάρκα Σύμ. Ἔσυρα ἕναν ξύλον ᾿ς σὸ νερὸν ἀπέσ᾿ καὶ ᾿κ᾿ ἐβόλτσεν, ἐπἐμ᾿νεν ἀβόλιστον ἀπαγκέσ᾿ (ἔρριψα ἕν ξύλον μέσα εἰς τὸ ὕδωρ καὶ δὲν ἐβυθίσθη, ἔμεινεν ἀβύθιστον ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας) Τραπ.|| Φρ. Λινάρι ἀβούλιγο καὶ ἀμαγγάνιγο (ἐν ἐπῳδ. κατᾶ τῆς νόσου περιδρόμου, ἔνθα σημαίνει τὸ λινάρι, τὸ ὁποῖον ἀποφλοιοῦται διὰ τῆς χειρὸς ἐκ τοῦ στελέχους κατὰ μεμονωμένα νήματα χωρίς νὰ βυθισθῇ εἰς ὑγρὸν λάκκον καὶ νὰ μείνῃ ἐκεῖ ἐπ᾿ ἀρκετόν, ἵνα διὰ τῆς ἐπιδράσεως τῆς ὑγρασίας μελακυνθῇ καὶ οὕτω καταστῇ εὔκολος ἢ ἀποφλοίωσις κατόπιν δι᾿ εἰδικοῦ μηχανήματος τοῦ λεγόμενου μαγγάνου. Ἡ σημ. αὐτὴ προσεπικυροῦται καὶ ὑπὸ τοῦ ἐπομένου ἐπιθ. ἀμαγγάνιγο) Κέρκ. Συνών. ἀβούλιˬαχτος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA