ἀβούρλιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβούρλιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀβούρλιστος ἐπίθ. Κυκλ. (Πάρ. κ.ἀ.) Παξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βουρλίζω.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ περισπώμενος ὑπὸ φροντίδων καὶ μεριμνῶν, ὁ μὴ στενοχωρούμενος Κυκλ. (Πάρ. κ.ἀ.): Φρ. Εἶν᾿ ἀβούρλιστος (εὑρίσκεται εἰς καλὴν διάθεσιν). 3)Ὁ διατηρῶν τὸν νοῦν του ἀκέραιον, ὁ μὴ παραφρονήσας Παξ.: Ἐκεῖ μέσα, παιδί μου, ἐβουρλιστήκανε ὅλοι, δὲν εἶναι κἀένας ἀβούρλιστος Παξ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/