ἀβούρτσιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβούρτσιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβούρτσιστος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀβούρτσιστος Σῦρ. (Ἐρμούπ.) ἀφρούτσιστος Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βουρτσίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ βουρτσισμένος, ὁ μὴ καθαρισθεὶς διὰ ψήκτρας τῆς κοινῶς βούρτσας, ἐπὶ ἐνδυμάτων, ὑφασμάτων κττ.: Εἶμαι ἀβούρτσιστος Ἀθῆν. κ.ἀ. Καπέλλο-φόρεμα-σακκάκι ἀβούρτσιστο σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA