ἀβούτηχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβούτηχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀβούτηχτος ἐπίθ. ἀβούτητος Μῆλ. Νάξ. (Φιλότ.) ἀβούτ-τητος Σύμ. ἀβούτετος Πόντ. (Τραπ.) ἀβούτηχτος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀβούτιος Παξ. ἀβούκηχτε Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βουτῶ. Τὸ ἀβούτιος ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀβούτιγος.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ βυθισθεὶς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): Ἄνθρωπος ἀβούτητος (ὁ ἀπογυμνωθεὶς διὰ νὰ κολυμβήσῃ, ἀλλὰ μὴ πεσὼν ἀκόμη εἰς τὴν θάλασσαν) Μῆλ. Ἀβούτητο ψωμὶ (τὸ μὴ ἐμβαπτισθὲν εἰς καφὲν καὶ τὰ τοιούτου εἴδους ἐμβάμματα) αὐτόθ. Δὲν ἐβούτησε τὸ ψωμί του ᾿ς τὸ λᾴδι, τὸ εἶδα, ἦταν ἀβούτιο Παξ. Ποκάμισο ἀβούτηχτο (τὸ μὴ βουτημένον εἰς τὴν διαλελυμένην κόλλαν) Ἀθῃν. Ἀρκαδ. κ.ἀ. Σταφύλιˬα ἀβούτητα (τὰ μὴ βυθισθέντα εἰς τὸ ὕδωρ τῆς στάκτης πρὶν ἐκτεθοῦν εἰς τὸν ἥλιον πρὸς ἀποξήρανσιν καὶ μεταβολὴν εἰς σταφίδας) Φιλότ. β)Ὁ μήπω δύσας, ἐπὶ τοῦ ἡλίου Ἄνδρ. Πόντ. (Τραπ.) Ἀβούτετος ἔν᾿ ἀκόμαν ὁ ἥλöν (δὲν ἔδυσεν ἀκόμη ὁ ἥλιος) Τραπ.|| Ἐπιρρηματ. φρ. Ἀβούτηχτος ὁ ἥλιος ἠφύαμε (κατ᾿ ἔλλειψιν τῆς μετοχ. ὄντας, ἤτοι πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου ἀνεχωρήσαμεν) Ἄνδρ. Συνών. ἀβασίλευτος. 2)Ἐκεῖνος, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ἐβυθίσθη τι Μῆλ. Πόντ. (Κερασ.) Σύμ. κ.ἀ.: Ἤπιˬα τὸν καφέ μου ἀβούτητο (χωρὶς νὰ βουτήξω τίποτε εἰς αὐτόν, δηλ. χωρὶς νὰ συμφάγω ἄρτον κττ. διαβρέχων αὐτὸν) Μῆλ. Ἀβούτηχτον ἐπιγα τὴν καϊβὲν (ἀβ. ἔπια τὸν καφὲν) Κερασ. Τόπος ἀβούτ-τητος (μέρος θαλάσσης, ὅπου δὲν κατεδύθη τις διὰ κολύμβημα ἢ ἄλλην αἰτίαν) Σύμ.|| Φρ. Ηὗραν τὰ ἀβούτ-τητα (ἐν τῇ σπογγαλιείᾳ ἐπὶ πυθμένος ἀνεκμεταλλεύτου θαλάσσης) Σύμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/