ἀγλούπιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγλούπιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγλούπιστος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ.) ἀγλούπιγος Πόντ. (Σάντ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἀγλούπιχτος Πόντ. (Κοτύωρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γλουπιστὸς< γλουπίζω.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ περιῃρημένος τὸν φλοιόν, τὴν ἐσχάραν κττ., ὁ μὴ ἐκλελεπισμένος ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀγλούπιγο ἔν᾿ τὸ ξὐλο Ὄφ. Ἡ γιˬαρά μ᾿ ἀγλούπιγο ἔν᾿ αὐτόθ. Τὸ μῆλον ἀγλούπιγον μὴ τρώς ἀτο Χαλδ. Πβ. μεταγν. Θεοφρ. Ἱστορ. φυτ. 5,1,2 «ἀλόπιστα» (δένδρα). Συνών. ἄγλυφτος 1, ἀξεφλούδιστος. 2)Μεταφ. α)Ὁ μὴ ἀποβαλὼν χρήματα (δηλονότι ἐκβιασθεὶς ἢ καταναγκασθεὶς) Πόντ. (Τραπ.): Ὁλουνοὺς ἐγλούπ᾿σεν, ἐγὼ μονάχον εἶμαι ἀγλούπιγος. β)Ἀνάγωγος, ἀγροῖκος Πόντ. (Κερασ.) Πβ. ἀπελέκητος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/