ἀγριάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγριάδα ἡ, (II) Ἄνδρ. Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. κ.ἀ.) Προπ. (Κύζ.) Σῦρ. (Ἑρμούπ.) Τῆν. Χίος κ.ἀ.- (Ἑστία 17,173).
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος.
Σημασιολογία
1)Τὸ νὰ εἶναί τις ἄγριος, τρόπος τραχύς, θυμός, σκληρότης, σκαιότης Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ.) Σάμ. κ.ἀ.:Μοῦ μίλησε μὲ μεγάλη ἀγριάδα Καλάβρυτ. Εἴχενα μιˬὰν ἀγριάδα ὁ τσαιρὸς Ἄνδρ. Τί ἀγριάδα ἔν᾿ αὐτή, πῶς ἄγρεψε τὸ μοῦτρο τ᾿, ἀγριέψαν τὰ μάτιˬα τ᾿, σὰ dρελλός! Σαρεκκλ. || Ποίημ. Πρῶτοι ἀλήθε͜ια ᾿ς τὴ φωτιˬά, σωστοὶ παλληκαρᾶδες, μὰ πάλι κιˬ ἀνυπόταχτοι γεμᾶτοι ἀγριάδες (Ἑστία ἔνθ᾿ ἀν.) Ἤδη Γύπαρ. πρᾶξ. Α στ. 322 (ἔκδ. ΚΣάθα 197) «τὰ νέφαλα τσῆ εἰδίδασι ἥσκιο καὶ δροσεράδα | καὶ μὲ τὸ φῶς τση ἐμέρωνε τοῦ δάσου ἡ ἀγριάδα». 2)Ὁ φόβος, ἡ φρίκη, τὴν ὁποίαν αἰσθάνεταί τις ἀντικρύζων φοβερόν τι Σῦρ. Τῆν. – ΚΠαλαμ. Βωμ. 178:Δὲ μοῦ φέρνει ἀγριάδα (δὲν μοῦ προξενεῖ φόβον) Σῦρ. Τ᾿ ἄγιˬερ᾿ σ᾿ δίν᾿ ἀγριάδα, ἕνα μπρᾶμα ἀνόλπιστο (τὸ δαιμόνιον σοῦ ἔμβάλλει ἕνα φόβον…) Τῆν. || Ποίημ. Φωτιˬὰ βραδινή, μέρψε | τῆς νύχτας τὴν ἀγριάδα ΚΠαλαμ. ἔνθ᾿ ἀν. 3)Μεταφ. ἡ τραχύτης τῆς ἐπιφανείας, ἡ ἔλλειψις λειότητος Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) Προπ. (Κύζ.) Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ.: Πλάνισέ το λιγάκι νὰ τοῦ πάρῃς τὴν ἀγριάδα Κύζ. Τὰ ποτήριˬα ἔχουν ἀγριάδα ἀπὸ κάτω Κονίστρ. β)Ἡ τραχύτης τοῦ δέρματος, ἐπὶ πυρέσσοντος Χίος κ.ἀ. 4)Ἡ τραχύτης ἐν τῇ γεύσει, ἡ στρυφνότης, ἐπὶ οἴνου καὶ ἄλλων ὑγρῶν Μέγαρ. κ.ἀ.: Τοῦτο τὸ κρασὶ ἔχει μιˬὰ ἀγριάδα ἢ φέρνει μιˬὰ ἀγριάδα ᾿ς τὸ στόμας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA