ἀγλοφώτιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγλοφώτιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγλοφώτιστος ἐπίθ. Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γλοφωτιστὸς< γλοφωτίζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἔχων κοιλότητα διὰ γλυφῆς, ὁ μὴ κοιλανθείς, ἐπὶ λίθου, ξύλου κττ. ἔνθ᾿ ἀν.: Τ᾿ ἕναν τὸ λιθάρ᾿ γλοφωτισμένον ἔν᾿ καὶ τ᾿ ἄλλο ἀγλοφώτιστον (λιθάρ᾿=μυλόπετρα) Τραπ. Ξύλον ἀγλοφώτιστον αὐτόθ. Συνών. ἀγλόφωτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/