ἀγλύκαντος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγλύκαντος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγλύκαντος ἐπίθ. Ἤπ. Κάρπ. Πελοπν. (Κυνουρ.) Παξ. ΑΒαλαωρ. Ἔργα (ἔκδ. Μαρασλῆ) 2,172 ΓΒλαχογιάνν. Λόγ. κι ἀντίλογ. 69 ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,215 ἀγλύκαντους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἀγλύκατος Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ζάκ. κ.ἀ. Πελοπν. (Αἴγ. Μεσσ. Ὀλυμπ.) ἀγλύκατους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Μακεδ. (Ζουπάν. Σιάτ.) ἀγλύκαστος Βιθυν. ἀγλύκαστους Μακεδ. (Καταφύγ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γλυκαντὸς< γλυκαίνω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. πικραίνω- ἀπίκραντος καὶ ἀπίκρατος. Τὸ ἀγλύκαστος ἐκ τῆς μετοχ. γλυκασμένος< γλυκάζω ἀμαρτ.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ γενόμενος γλυκύς, ὁ μὴ ἐπαρκῶς γλυκὺς Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Πελοπν. (Λακων. Μεσσ.) κ.ἀ. β)Ὁ μὴ ὢν γλυκύς, ὁ πικρὸς ΑΒαλαωρ. ἔνθ᾿ ἀν.: Ποίημ. Φαρμάκι ἀγλύκαντο μέσ᾿ ᾿ς τὸ λαιμό μου δὲ θέλω σύντροφο κάτω ᾿ς τὴ γῆ. 2)Μεταφ. ὁ μὴ ἡδόμενος, ὁ μὴ ἡσθεὶς τὸν βίον ταλαιπωρημένος, δυστυχὴς ἔνθ᾿ ἀν.: Ὅλη τὴ ζωή του εἶναι ἀγλύκατος Ὀλυμπ. Τοὶς ἄλλες γλύκαινε καρδιˬές, μὰ αὐτὴ ἦταν ἀγλύκαντη ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ᾿ ἀν. || ᾎσμ. Νὰ πά᾿ νὰ πλύνω ἄρρωστους, νά λούσω βαρε͜ιωμένους καὶ νὰ γλυκάνω ἀγλύκαντους καὶ θαλασσοπλυμένους Κάρπ. β)Συνήθως ἐπὶ ἀρᾶς, ποῦ νὰ μὴ γλυκαθῇ τ᾿ ἀχείλη σου, ἀγλύκατε! Αἰδηψ. Ἀγλύκατε, ποῦ νὰ μὴ γλυκαθῇς! Αἴγ. Ἀγλύκατι! τὶ ᾿ν᾿ αὐτὰ ποῦ ἔκανις; Ζαγόρ. Τί μὄφκε͜ιακι τ᾿ ἀγλύκατου! αὐτόθ. Τὸν εἶδα τὸν ἀγλύκαντο ποῦ μὲ συφόριˬασε! Παξ. Ἀγλύκαντο κιˬ ἀδρόσιστο! Ἤπ. Μ᾿ ἔβγαλι μαλλὶ ᾿ς τὴ γλῶσσα τοὺ κουψουζώητου, τοὺ ἀγλύκατου! Ζουπάν. Πβ. ἀγλυκοσάλιστος, κοψότυχος. γ) Ἀποφράς, ἐπὶ ἡμέρας ΚΚρυστάλλ. ἔνθ᾿ ἀν.: Ποίημ. Κιˬ ἂν ἔρθῃ μέρ᾿ ἀγλύκαντη ᾿ς τὰ ξένα νὰ πεθάνῃς, πο͜͜ιὸς θὰ βρεθῇ ᾿ς τὸ πλάι σου τὰ μάτιˬα νὰ σοῦ κλείσῃ; Πβ. ἀγλύκιˬαστος, ἀγλύκιστος, ἄγλυκος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA