ἀγλύκιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγλύκιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγλύκιστος ἐπίθ. Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γλυκιστὸς< γλυκίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μήπω γενόμενος γλυκύς, ὁ μὴ ἐπαρκῶς γλυκύς: Ἀγλύκιστο καρπούζι. Πβ. ἀγλύκιˬαστος, ἀγλύκαντος, ἄγλυκος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA