ἀγναντεύω (Ι)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγναντεύω (Ι)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγναντεύω (I)Ζάκ. Κορσ. Λευκ. Παξ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λάστ. Μεγαλόπ. Μεσσ. Τρίπ.) Χίος κ.ἀ. ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,202 ἀγναντεύου Εὔβ. (Κονίστρ. Κύμ. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ἄρτ. Τσαμαντ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Καταφύγ. Κοζ. κ.ἀ.) Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ. Λαμ.) ἀγναdεύω Ἰθάκ. Μέγαρ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ἀγναdεύου Θεσσ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. Μακεδ. (Μελέν.) Σκόπ. κ.ἀ. ἀναdεύω Πελοπν. (Λακων.) ἀγναδεύω Πελοπν. (Ἀνδρίτσ.) ἀγναδεύου Μακεδ. (Μελέν.) ἀγναντέγγου Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀγνάντιˬα. Πβ. καὶ ἀγναντιˬάζω καὶ ἀγναντίζω.
Σημασιολογία
1)Ἀντικρύζων βλέπω, παρατηρῶ μακρόθεν καὶ συνήθως ἀφ᾿ ὑψηλοῦ καὶ πρὸς τὰ ἀνοικτά, ἀντικρύζω, βλέπω, κοιτάζω ἐνθ᾿ ἀν.:Χαίρεσαι νὰ τ᾿ ἀγναντεύῃς τὸ νερὸ τοῦ βουνοῦ Καλάβρυτ. Ἀγνάντεψε τώρᾳ κάτω ᾿κεῖ ᾿ς τὴ ρεματιˬὰ αὐτόθ. Ἀγνάντιψα, μὰ δὲν μπόρισα νὰ τοὺν ἰδῶ Καταφύγ. Ὅντας ἔφτασα κιˬ ἀγνάντεψα τὸ σπίτι μου, θυμήθηκα τὴ μάννα μου κιˬ ἀρχίνησα νὰ κλαίω Παξ. Ἄε ν᾿ ἀγναdέψῃς γιˬὰ τὰ βόιδα Μάν. Ἀγνάντιψα καὶ δὲ σ᾿ εἶδα π᾿θινὰ Ἤπ. Δὲν ἔχει ἀργοπόριˬα πάνου ᾿ς τὸ Χιˬαλμό, μόνο θ᾿ ἀγναντέψῃς καὶ θὰ φύγῃς Καλάβρυτ. Ἀγνάντεψα μιˬὰ ὥρα, δὲ φάνηκε τίποτα αὐτόθ. Ἀγναντεύου τοὺ χουριˬὸ Ἤπ. Αὐτόνι τοὺν ἀνήφουρου ἅμ᾿ ἀνίβῇς, θ᾿ ἀγναdέψῃς τ᾿ Gουμᾶ τοὺν πεῦκου Σκόπ. Πάμι ν᾿ ἀγναντέψουμι τὴ νύφ᾿ Κοζ. Κάθεται κιˬ ἀγναντεύει Τρίπ. || Παροιμ. Οὑπ᾿ τρώει μπρουστὰ ἀγναντεύ᾿ ὕστιρα (ἐπὶ τοῦ σπεύδοντος καὶ δι᾿ αὐτὸ μειονεκτοῦντος) Αἰτωλ. || ᾌσμ. Γυναῖκες τοῦν καλῶν ἀdρῶν ᾿ς τ᾿ ἀγνάdιˬο ν᾿ ἀγναdεύουν Ἰθάκ. Βγῆκα ψηλὰ κιˬ ἀγνάντεψα κ᾿ εἶδα μέσ᾿ ᾿ς τὴν αὐλή σου, σὰν κυπαρίσσι φουντωτὸ στέκονταν τὸ κορμί σου ἀγν. τόπ. Ἀγνάντεψα κατάκαμπα κ᾿ εἶδα ᾿να κυπαρίσσι Λάστ. Βγῆκα ψηλὰ τοὺν Ἔλυμπου κιˬ ἀγνάντιψα τριγύρου Μακεδ. Ποῦ πλιˬένουν οἱ ξανθὲς μαλλιˬὰ κ᾿ οἱ λυγιρὲς μαντήλιˬα κ᾿ οἱ κλέφτις τοὶς ἀγναντίβαν ἀποὺ τοὺ καραούλι Αἰτωλ. Χαbήλωσε, μωρὲ σουκεˬά, | γιˬὰ ν᾿ ἀγναdέψω ᾿ς τὰ χωριˬά, bά κ᾿ ἔρχετ᾿ ὁ Ληγόρακας Μάν. – Ποίημ. Καὶ ᾿ς τοὺς κύκλους ὅπου πλέκουν ἀγναντεύονται καὶ κρυφὰ γλυκοτηρε͜ιοῦνται καὶ γνωρίζονται ΚΚρυστάλλ. ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. ἀβλαντίζω 5, ἀγναντίζω (I) 2. β)Ἀμτβ. φαίνομαι, ἐμφανίζομαι ἀπέναντι καὶ μακρόθεν Εὔβ. (Κύμ.) Πελοπν. (Λακων. Μάν.): Ἀγναντεύει ἀπὸ πέρα Κύμ. Τὰ βόιδα ἀγναdέψανε ᾿ς τὸν ἅγιˬο-᾿Λία Μάν. Συνών. ἀγναντίζω (I) 2β. 2)Συναντῶ Πελοπν. (Μεσσ.) Χίος: Καθῶς τὸν ἀγναντέψῃς Χίος
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA