ἀγωροῦ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγωροῦ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀγωροῦ ἡ, Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀγουροῦ Θρᾴκ. (Αἶν. Κομοτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγώρι.

Σημασιολογία

Νεᾶνις, κόρη ἔχουσα ῆθος, τρόπους νεανίου ἔνθ’ ἀν.: Τί ἀγωροῦ εἶσαι, μωρή! Σαρεκκλ. Αὐτὴ εἶναι ἀγωροῦ! αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγωρῖνα 1. Ἡ λ. καὶ ὡς κύριον ὄν. Θρᾴκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/