ἀγώρω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγώρω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀγώρω ἡ, Α.Ρουμελ. (Καρ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀγώρι.

Σημασιολογία

1) Νεᾶνις, κόρη ἔχουσα ἦθος, τρόπους νεανίου Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.): Ποῦ ἦσουν, μωρὴ ἀγώρω; Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγωρῖνα 1. 2) Νεᾶνις, κοράσιον Α.Ρουμελ. (Καρ.): ᾎσμ. Ἄνοιξ’ ἄνοιξ, ἀγώρω μου, ἦρθαν τὰ μαῦρα μάτια Συνών. ἀγώρα 1, ἀγωρίτσα. Ἡ λ. ὡς κύριον ὄν. Θεσσ. Θρᾴκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/